- φάτνιον
- φάτνιοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φατνίον — socket neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατνία — φατνίον socket neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
συμφατνία — η, Ν ιατρ. η διάπλαση τών ριζών δύο δοντιών μέσα στο ίδιο φατνίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φατνίον (< φάτνη)] … Dictionary of Greek
φατνίο — το / φατνίον, ΝΜΑ [φάτνη] 1. υποκορ. τ. τού φάτνη 2. ανατ. καθένα από τα κοιλώματα τού οστού τής φατνιακής απόφυσης τής άνω και κάτω γνάθου, τα οποία υποδέχονται τις ρίζες τών δοντιών … Dictionary of Greek
φατνίοις — φάτνιος masc dat pl φατνίον socket neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατνίου — φάτνιος masc gen sg φατνίον socket neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατνίων — φάτνιος masc gen pl φατνίον socket neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατνίῳ — φάτνιος masc dat sg φατνίον socket neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)